- φαλαγγιστήριο
- το, Ν(κοινων.-οικον.) μονάδα εργασίας, που θα λειτουργούσε ως παραγωγική και καταναλωτική κοινότητα και θα αποτελούσε το πρωτογενές οικονομικο-κοινωνικό κύτταρο για τη δημιουργία τού τελευταίου σταδίου τής βιομηχανικής κοινωνίας, που προέβαλλε ο Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής Φουριέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phalanstere < γαλλ. phalan-ge (< φάλαγξ, -αγγος) + γαλλ. mona-stere (< μοναστήρι[ον])].
Dictionary of Greek. 2013.