φαλαγγιστήριο

φαλαγγιστήριο
το, Ν
(κοινων.-οικον.) μονάδα εργασίας, που θα λειτουργούσε ως παραγωγική και καταναλωτική κοινότητα και θα αποτελούσε το πρωτογενές οικονομικο-κοινωνικό κύτταρο για τη δημιουργία τού τελευταίου σταδίου τής βιομηχανικής κοινωνίας, που προέβαλλε ο Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής Φουριέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phalanstere < γαλλ. phalan-ge (< φάλαγξ, -αγγος) + γαλλ. mona-stere (< μοναστήρι[ον])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαλανστέρ — και φαλανστήριο το, Ν το φαλαγγιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαλαγγιστήριο] …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • φαλάγγειο — το, Ν (οικον.) άλλη ονομασία για το φαλαγγιστήριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”